Щупати στα ελληνικά

Μετάφραση: щупати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφή, νιώθω, αισθάνομαι, schupaty
Щупати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдачу στα ελληνικά - έκθεση, σύνθεση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
  • віття στα ελληνικά - όπλο, χέρι, μπράτσο, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου, ...
  • двійка στα ελληνικά - δυάρι, Deuce, Ντούση, το δυάρι, δυάρι ή το τζόκερ
  • кокетувати στα ελληνικά - γενναίος, γενναίου, ανδρείους, ανδρείοι, ευγενής
Τυχαίες λέξεις
Щупати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφή, νιώθω, αισθάνομαι, schupaty