Λέξη: στερούμαι

Σχετικές λέξεις: στερούμαι

στερούμαι μετάφραση, στερούμαι αρχικοί χρόνοι, στερούμαι + γενική, στερούμαι συνώνυμο, στερούμαι in english, ρημα στερούμαι, στερούμαι κλίση, στερούμαι παρατατικός, στερούμαι σύνταξη

Συνώνυμα: στερούμαι

έχω έλειψη από, κατάσχω, χάνω το δικαίωμα

Μεταφράσεις: στερούμαι

στερούμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forfeit, lack, fail in, I lack

στερούμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perder, pena, falta, carencia, la falta, ausencia, escasez

στερούμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwirkung, pfand, Mangel, Fehlen, mangelnde, fehlende, mangel

στερούμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
perdre, forfais, amende, peine, forfaire, gage, manque, absence, le manque, l'absence, un manque

στερούμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mancanza, la mancanza, assenza, carenza, mancata

στερούμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perda, prefácio, falta, ausência, a falta, inexistência, carência

στερούμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbeurd, pand, gebrek, ontbreken, gemis, tekort, gebrek aan

στερούμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расплата, наказание, конфискация, фант, избавиться, штраф, неустойка, кара, поплатиться, отсутствие, недостаток, нехватка, отсутствия, отсутствием

στερούμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pant, mangel, mangelen, mang, manglende, mangler

στερούμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pant, brist, bristen, bristande, avsaknaden

στερούμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pantti, puute, puutteesta, puuttuminen, puutteen, puutetta

στερούμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mangel, manglende, manglen, mangler, mangelen

στερούμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trest, zástava, pokuta, fant, nedostatek, nedostatku, nedostatečná, nedostatečné, chybějící

στερούμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesyt, stracić, przepadek, fant, zaprzepaszczać, grzywna, zaprzepaścić, strata, grzywa, brak, braku, brakiem, brakuje

στερούμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zálog, elkobzott, eljátszott, hiány, hiánya, hiányát, hiányára, hiányzik

στερούμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaybetmek, ceza, eksiklik, eksikliği, olmaması, yokluğu

στερούμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кара, фант, поплатитися, штраф, неустойка, відсутність, відсутності, без

στερούμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mungesë, mungesa, mungesën, mungesës, mungesa e

στερούμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
липса, липсата, недостиг, липсва, отсъствие

στερούμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згубiць, адсутнасць, адсутнасьць, адсутнасці

στερούμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trahv, pant, leppehüvitis, puudus, puudumine, puudumise, puudumist, puudumisest

στερούμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gubitak, kazna, globa, nedostatak, nedostatka, manjak, nepostojanje, izostanak

στερούμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skortur, skorti, skort, skorts, skortir

στερούμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trūkumas, stoka, trūksta, nebuvimas, trūkumo

στερούμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trūkums, trūkst, trūkumu, nav, trūkuma

στερούμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
недостатокот, недостаток, недостигот, недостиг, немањето

στερούμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lipsă, lipsa, lipsei, absența, de lipsa

στερούμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zástava, pomanjkanje, odsotnost, pomanjkanja, premalo, primanjkuje

στερούμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zástava, nedostatok, nedostatku, nedostatkom, nedostatočné, nedostatočná
Τυχαίες λέξεις