Λέξη: δασκάλα

Σχετικές λέξεις: δασκάλα

δασκάλα αγγλικών, δασκάλα δασκάλα ποιοσ σε φίλησε, δασκάλαβμ, δασκαλαβμ2, δασκάλα βμ3, δασκάλα βίαζε νεαρή μαθήτριά της επί 6 χρόνια, δασκάλα τέθηκε σε αργία, δασκάλα έφαγε ξύλο από γονείς μαθητή, δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά, δασκάλα στην κατερίνη

Συνώνυμα: δασκάλα

διδασκάλισσα

Μεταφράσεις: δασκάλα

δασκάλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
teacher, school teacher, a teacher, schoolteacher

δασκάλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preceptor, profesor, maestra, maestro, instructor, profesora, docente

δασκάλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lehrerin, kursleiter, pädagoge, lehrkraft, pädagogin, lehrer, instrukteur, Lehrer, Lehrerin, Lehrers

δασκάλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
professeur, moniteur, institutrice, instructeur, instituteur, enseignant, pédagogue, enseignants, maître, enseignante

δασκάλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
docente, istruttore, maestro, educatore, insegnante, insegnanti, insegnante di

δασκάλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
professor, mestra, ensinar, mestre, ensine, professora, professores, professor de

δασκάλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leraar, instructeur, onderwijzer, onderwijzeres, leerkracht, schooljuffrouw, lerares, schoolmeester, docent

δασκάλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преподавательница, воспитательница, воспитатель, педагог, наставник, учительница, учитель, преподаватель, учителем, учителя

δασκάλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lærer, læreren, lærerens

δασκάλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärare, läraren, lärar, lärarens

δασκάλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
opettaja, oppi-isä, opettajan, opettajien, opettajana

δασκάλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
instruktør, lærer, læreren, underviser, teacher, lærere

δασκάλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
instruktor, učitel, cvičitel, profesor, učitelka, učitele, učitelů, na učitele

δασκάλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bakałarz, docent, wychowawca, belfer, nauczyciel, nauczycielka, nauczycielem, nauczyciela, nauczycieli

δασκάλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanár, tanári, tanító, tanárok, pedagógus

δασκάλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öğretmen, öğretmeni, öğretmenlik, öğretmenin

δασκάλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викладач, вчителька, вихователь, вчитель, учитель

δασκάλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mësuesi, mësues, mësues i, mësuese, mësuesi i

δασκάλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учител, преподавател, учителите, на учителите, на учители

δασκάλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настаўнік

δασκάλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õpetaja, õpetajate, õpetajana, õpetajakoolituse

δασκάλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nastavnica, učitelj, nastavnik, učiteljica, nastavnika, učitelja

δασκάλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kennari, kennarinn, kennara, kennarar

δασκάλα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
doctor, magister

δασκάλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokytojas, mokytoja, instruktorius, mokytojų, mokytojo, dėstytojas

δασκάλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skolotājs, skolotāja, skolotāju, pasniedzējs, skolotājam

δασκάλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наставник, наставникот, учител, учителот, на наставниците

δασκάλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
profesor, instructor, cadrelor didactice, învățător, cadru didactic, a cadrelor didactice

δασκάλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učiteljica, profesor, učitelj, učitelja, učiteljev, kot učitelj

δασκάλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
učiteľ, profesor, učitel, učiteľa

Στατιστικά δημοτικότητας: δασκάλα

Τυχαίες λέξεις