Яйце στα ελληνικά
Μετάφραση: яйце, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- визначати στα ελληνικά - εγκαθίσταμαι, υπολογίζω, διέπω, ιθύνω, κανονίζω, καθορίζω, αποφασίζω, ...
- добродушний στα ελληνικά - καλόκαρδος, πρόσχαρος, ζεστός, φιλικός, εγκάρδιος, φαιδρός, πρόσχαρο, ...
- збочувати στα ελληνικά - αποφεύγω, μπαίνω, αποκλίνω, συρρικνώνομαι, συστέλλω, στραβοτιμονιά, παρεκκλίνει, ...
- мелодійно στα ελληνικά - μελωδικός, μελωδικά, μελωδικά τα
Τυχαίες λέξεις
Яйце στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
Μεταφράσεις: αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο