Їхати στα ελληνικά
Μετάφραση: їхати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγώ, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- експедиційний στα ελληνικά - εκστρατευτικό, εκστρατευτική, εκστρατευτικού, εκστρατευτικών, εκστρατευτικές
- еластичність στα ελληνικά - ελαστικότητα, την ελαστικότητα, την ελαστικότητά, της ελαστικότητας, ελαστικότητα του
- згортатись στα ελληνικά - πτυχή, δίπλωμα, φορές, διπλώστε, fold
- медалі στα ελληνικά - μετάλλιο, Medal, το Medal, Μεταλλίου, το μετάλλιο
Τυχαίες λέξεις
Їхати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγώ, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
Μεταφράσεις: οδηγώ, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε