Λέξη: καθιστικός

Σχετικές λέξεις: καθιστικός

καθιστικόσ τρόποσ ζωήσ

Μεταφράσεις: καθιστικός

καθιστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sitting, sedentary, a sedentary

καθιστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sesión, sedentario, sedentaria, sedentarios, sedentarias, sedentarismo

καθιστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sitzend, seance, sitzung, sitzende, sitz, sesshaften, sesshaft

καθιστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séance, sédentaire, session, assis, siège, asseyant, sédentaires, sédentarité

καθιστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sedentario, sedentaria, sedentari, sedentary, sedentarie

καθιστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sedentário, sedentários, sedentária, sedentárias, sedentarismo

καθιστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zittend, sedentaire, zittende, sedentair, de sedentaire

καθιστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расположение, сиденье, сидение, смена, заседание, сессия, сидячий, сидячая, малоподвижный, оседлый образ жизни, сидячий образ

καθιστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sesjon, stillesittende, sedentary, fastboende, mye stillesittende, sittende

καθιστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stillasittande, sedentary, bofasta, stilla, inaktiva

καθιστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istuva, istuma-, istumista, liikunnan, sedentaarisia, istumatyötä

καθιστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stillesiddende, fastboende, stillesiddende arbejde, med stillesiddende arbejde

καθιστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výsed, zasedání, sedavý, sedavý způsob, sedavé, sedavý způsob života, usedlý

καθιστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
siedzenie, siadanie, sesja, odsiedzenie, biesiada, pozowanie, wysiadywanie, posiedzenie, siedzący, osiadły, siedzący tryb, siedzący tryb życia, osiadłych

καθιστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugvó, tanácskozó, kotló, ülésezés, ülő, mozgásszegény, az ülő, a mozgásszegény, vándorló

καθιστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerleşik, sedanter, sedanter yaşam, sedanter bir

καθιστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зміна, сеанс, сивий, сидіння, сидячий, засідання

καθιστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ulur, ulur, pa lëvizje, ndenjur, i ndenjur

καθιστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заседание, заседнал, заседналия, заседнал начин, заседнал начин на, заседналия начин

καθιστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сядзячы, сядзячая, сядзячую, сядзячых

καθιστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
istuv, istuva, istuva eluviisiga, istuvast, väheliikuva

καθιστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadušak, zasjedanje, snimanje, sjednica, sjedenje, sjedeći, sjedeći način, sjedilački način, sjedilački, sjedilački način života

καθιστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kyrrsetu, kyrr, kyrrsetufólk, kyrrsetulifið

καθιστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sėdimas, nejudrus, sėslaus, sėdimas gyvenimo, sėslus

καθιστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sēdošs, mazkustīgs, mazkustīgu, sēdoša, sēdošāks

καθιστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
седентарен, седентарен начин, седентарен начин на, седечка, седечки

καθιστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sedentar, sedentari, sedentare, sedentară, sedentara

καθιστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sedeč, sedeči, sedeče, sedentary, sedentarnih

καθιστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sedavý, sedavým
Τυχαίες λέξεις