Λέξη: τόξο
Σχετικές λέξεις: τόξο
τόξο πιερίας, τόξο εφαπτομένης τυπος, τόξο κυνηγιού, τόξο αγορά, τόξο κύκλου, τόξο τιμή, τόξο παιχνίδια, τόξο εφαπτομένης, τόξο της ηπείρου, τόξο εφαπτομένης (arctan), ουράνιο τόξο
Συνώνυμα: τόξο
πλώρη, δοξάρι, φιόγκος, υπόκλιση, πρώρα πλοίου
Μεταφράσεις: τόξο
τόξο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bow, arc, arch, arrow, arc of
τόξο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arco, inclinarse, inclinación, lazo, proa, arco de, el arco
τόξο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bogen, lichtbogen, bug, masche, kreisbogen, schleife, Bogen, Bug, Schleife, Verbeugung
τόξο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ployer, incurver, arc, coup, salut, fléchir, pencher, courber, proue, voûter, plier, replier, couder, archet, arche, induire, avant, bow
τόξο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arco, fiocco, prua, dell'arco, l'arco
τόξο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curvar, proa, inclinar, arco, curva, bow, arco de
τόξο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toog, boog, boeg, strik, strijkstok, bow
τόξο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уклониться, расшаркиваться, расшаркаться, клониться, раскланиваться, удалиться, пригибаться, кланяться, стрелка, искра, преклониться, наклонить, сгибаться, арка, бант, нагибаться, лук, носовой, поклон, смычка
τόξο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bue, bow, baugen, baug, buen
τόξο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
buga, böja, båge, fören, rosett, bågen, pilbåge
τόξο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rusetti, jousenkaari, jousi, kokka, alistua, kaari, keula, bow, keulan
τόξο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bue, sløjfe, bøje, stævnen, bow
τόξο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poklona, sehnout, sklánět, ohnout, oblouk, ohýbat, shýbat, sklonit, luk, smyčec, tah, uvést, příď, úklona, bow, přídě
τόξο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłaniać, skłaniać, ugiąć, wygięcie, dziób, czapkować, kokarda, ukłonić, smyczek, zginać, pokłonić, pokłon, chylić, kabłąk, pałąk, ukłon, łuk, dziobu
τόξο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
íj, körív, vonó, selyemzsinór, ökörjárom, vonóhúzás, hurok, csónakdaru, szivárvány, nyeregváz, ívvonalzó, fejbólintás, nyeregállvány, íjat, orr, meghajolt, bow
τόξο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yay, pruva, bow, baş, yayı
τόξο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
іскрити, згинати, іскра, підпорядковуватися, дуга, арка, самостріл, лук, цибулю, цибуля
τόξο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përkulje, hark, harku, harkun, përkulet, harku i
τόξο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поклон, дъга, лък, лъка, носовата, лъка си
τόξο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перад, лук, цыбулю, цыбуля
τόξο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaar, vibu, hangeldaja, poogen, kummardus, vööri, vöörist, vöör, vööril
τόξο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naklon, savijati, duga, gudalo, luk, luka, pramac, mašna
τόξο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bogi, bógur, bindi, Bow, boga, boginn, borar
τόξο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
arcus
τόξο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaspinas, lankas, svogūnai, laivapriekio, bow, lanko
τόξο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stops, loks, priekšgala, kuģa priekšgala, bow, kuģa priekšgals
τόξο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клунот, лак, поклонат, Топлинска, поклон, лакот
τόξο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arc, arcul, prova, funda, plecăciune
τόξο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úklona, lok, bow, premcu, premca, ločna
τόξο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
motýlik, stuha, luk, lúk, bow