Λέξη: πολτός

Σχετικές λέξεις: πολτός

πολτός σκόρδου με λάδι, πολτός σκόρδου, πολτόσ σκόρδου σε λάδι, πολτός σκόρδου δρίσκας συνταγή, πελτές ντομάτας, πολτός χαρτιού, πολτός σκόρδου δρίσκας, πολτός σκόρδου σε ελαιόλαδο, πολτός ελιάς, πολτός μήλου, βασιλικός πολτός

Συνώνυμα: πολτός

ζύμη, μίγμα, μαλακή ουσία καρπού, ψαχνό, πουρές, χυλός, σκουός, squash, κολοκύθι, κολοκυθάκι, γλυκοκολόκυθο

Μεταφράσεις: πολτός

πολτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pap, pulp, mash, puree, slurry, slurry was

πολτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pulpa, gachas, pasta, pulpa de, la pulpa, pasta de

πολτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mark, fruchtmark, kinderbrei, fruchtfleisch, pulpa, brei, brustwarze, Fruchtfleisch, Brei, Pulpa, Stoff, Mark

πολτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chair, pulpe, bouillie, pâte, pâtes, la pâte, la pulpe

πολτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polpa, pappa, pasta di, polpa di, cellulosa, pasta di legno

πολτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mamilo, polpa, celulose, de celulose, polpa de, de pasta

πολτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tepel, speen, pulp, vruchtvlees, pulp-, van pulp, de pulp

πολτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мягкость, кашица, кашка, каша, мякоть, прыщ, пюре, пульпа, паста, эмульсия, целлюлозно, целлюлозы, пульпы, целлюлоза

πολτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knuse, papirmasse, tremasse, pulp, masse, massen

πολτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
massa, pappersmassa, massan

πολτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puuro, hedelmäliha, hölynpöly, nisä, sisus, möyhentää, nänni, mössö, velli, massa, massan, sellun, sellu-, massaa

πολτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
papirmasse, pulp, pulpen, papirmasse-, cellulose

πολτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dužina, kaše, kašička, dužnina, dřeň, vlákniny, buničina, buničiny

πολτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmiażdżyć, miazga, pulpa, papka, masa, ścier, przecieranie, kleik, miąższ, miękisz, przecier, rozetrzeć, rozwłókniać, pulpy

πολτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyümölcspép, pép, cellulóz, cellulóz-, pépet, rostanyagból

πολτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küspe, hamuru, kağıt hamuru, pulpa, posası

πολτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пюре, емульсія, паста, легеневий, кашка, м'якоть, м'якуш, щупальце, пульпа, пульпу

πολτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tul, pulpë, pulp, brumit, brumit të

πολτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пулп, пулпа, целулоза, маса, каша

πολτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пульпа

πολτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pulp, viljaliha, paberimassi, tselluloosi, tselluloosi-

πολτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kaša, meso, pulpa, pulpe, a celulozno, pulpu, papirne kaše

πολτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kvoða, Pulp, aldinkjöti, pappírsdeigi, aldinkjöt

πολτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
minkštimas, plaušienos, celiuliozės, plaušiena, masė

πολτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīkstums, masa, celulozes, celuloze, pulpas

πολτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пулпа, пулпата, каша, целулоза

πολτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfârc, pulpă, pastă, paste, celulozei, pastă de

πολτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kost, kaše, vláknina, celulóza, kaša, celuloze, celuloza, pulpa

πολτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vláknina, kaše, celulóza, kosť, buničina, dreň, dužina, drene, výlisky, pretlak

Στατιστικά δημοτικότητας: πολτός

Τυχαίες λέξεις