Λέξη: συναινώ
Σχετικές λέξεις: συναινώ
συναινώ συνώνυμο, συναινώ για, συναινώ ετυμολογία, συναινώ βικιλεξικο, δεν συναινώ, συναινώ αγγλικά
Συνώνυμα: συναινώ
ανέρχομαι, προσχωρώ, συναίνω, συντρέχω, συμβάλλω, συμπίπτω, στέργω, συγκατατίθεμαι, συγκατίθεμαι, αποδέχομαι
Μεταφράσεις: συναινώ
συναινώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquiesce, consent, I consent, I consent to, give my consent, consent to
συναινώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consentimiento, el consentimiento, autorización, de consentimiento, su consentimiento
συναινώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Zustimmung, Einwilligung, Einverständnis, Genehmigung, zustimmen
συναινώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accorder, acquiescer, réconcilier, raccommoder, consentir, consentement, le consentement, accord, autorisation, un consentement
συναινώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consenso, il consenso, autorizzazione, accordo, approvazione
συναινώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquiescer, consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento
συναινώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toestemming, instemming, toestemming van, goedkeuring, de toestemming
συναινώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уступать, соглашаться, согласие, согласия, согласии, разрешение
συναινώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samtykke, tillatelse, lige samtykke, samtykket
συναινώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtycke, medgivande, godkännande, tillstånd, sitt samtycke
συναινώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyytyä, suostumus, suostumusta, suostumuksella, suostumuksensa, suostumuksen
συναινώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samtykke, tilladelse, godkendelse, tilladelsen
συναινώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smířit, svolit, souhlas, souhlasu, souhlasem, souhlas s, souhlasit
συναινώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgadzać, przyzwalać, przystawać, pogodzić, zgoda, zgody, zgodę, zezwolenia, zgodą
συναινώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beleegyezés, hozzájárulás, hozzájárulása, hozzájárulásával, beleegyezése
συναινώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rıza, onay, onayı, izin, onam
συναινώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згода, згоду, згоди, злагода, злагоду
συναινώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pëlqim, miratim, pëlqimi, pëlqimin, miratimi
συναινώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съгласие, съгласието, одобрение, съгласието си
συναινώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згоду, згода
συναινώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leppima, soostuma, nõusolek, nõusoleku, nõusolekul, nõusolekut, nõusolekuta
συναινώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pristanak, suglasnost, suglasnosti, pristanka, odobrenje
συναινώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samþykki, samþykkis, samþykki sitt
συναινώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutikimas, sutikimą, sutikimo, leidimas, pritarimas
συναινώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekrišana, piekrišanu, piekrišanas, piekrīt
συναινώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
согласност, согласноста, дозвола, одобрение, согласност од
συναινώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consimțământ, acordul, consimțământul, acord, consimțământului
συναινώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
soglasje, privolitev, soglasja, odobritev, soglasju
συναινώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súhlas, súhlasu, schválenie, povolenie, svoj súhlas
Τυχαίες λέξεις