Λέξη: έκκληση

Σχετικές λέξεις: έκκληση

έκκληση των ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, έκκληση λεξικό, έκκληση για αίμα, έκκληση στον κόσμο των πνευμάτων, έκκληση για βοήθεια, έκκληση συνώνυμο, έκκληση βοηθείασ κάνει ο στάθησ ψάλτησ, έκκληση για αίμα για τον 21χρονο λοχία, έκκληση ετυμολογία, έκκληση της νάντης

Συνώνυμα: έκκληση

ισχυρισμός, απολογία, δικαιολογία, ικεσία, έφεση, επίκληση

Μεταφράσεις: έκκληση

έκκληση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plea, appeal, call, called, calls

έκκληση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
súplica, apelación, atractivo, llamamiento, recurso de casación, la apelación

έκκληση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
appell, vorwand, plädoyer, bitte, einspruch, gesuch, befürwortung, Beschwerde, Aufruf, Appell, Berufung, Reiz

έκκληση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plaidoirie, processus, affaire, excuse, preuve, défensive, prière, procès, requête, plaidoyer, pétition, apologie, plaider, supplique, sollicitation, demande, appel, recours, pourvoi, attrait

έκκληση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
richiesta, appello, ricorso, impugnazione, impugnata, fascino

έκκληση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apelação, recurso, apelo, recorrido, de recurso

έκκληση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pleiten, beroep, hoger beroep, hogere voorziening, hogere, aantrekkingskracht

έκκληση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ссылка, зов, довод, оправдание, прошение, жалоба, просьба, предлог, мольба, призыв, обращение, апелляция, привлекательность, апелляции

έκκληση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bønn, appell, anke, klagen, appellen, anken

έκκληση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överklagande, överklagandet, överklagade, vädjan, överklaga

έκκληση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeutus, puhevalta, anomus, puolustuspuhe, huuto, valitus, valituksenalaisen, valituksen, muutoksenhaun, valittaa

έκκληση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
appel, appellen, klage, klagen, appelsag

έκκληση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
proces, prosba, soud, žádost, obhajoba, omluva, pře, výmluva, obrana, důvod, odvolání, opravný prostředek, kasační opravný prostředek, kasační opravný, výzva

έκκληση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obrona, dowód, odpowiedź, prośba, proces, usprawiedliwienie, zarzut, apel, apelacja, wezwanie, urok, odwołanie

έκκληση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fellebbezés, fellebbezést, fellebbezési, jogorvoslati, fellebbviteli

έκκληση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rica, temyiz, itiraz, başvuru, cazibesi, çekiciliği

έκκληση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
драматурги, звернення, обіг, поводження, звертання

έκκληση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
apelim, thirrje, Ankesa, apel, apeli

έκκληση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оправдание, обжалване, обжалваното, жалба, жалбата, обжалването

έκκληση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зварот, абарачэнне, абыходжанне, абарот

έκκληση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastulause, palve, kaebus, kaebuse, apellatsioonkaebuse, apellatsioonkaebus, apellatsioonkaebuses

έκκληση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dokaz, molba, prigovor, razlog, opravdanje, apel, žalba, žalbu, žalbe, žalbi

έκκληση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfða, kæra, áfrýjun, áfrýjunar, Málskot

έκκληση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apeliacija, apeliacinis skundas, apeliacinį skundą, apeliacinio skundo, kreipimasis

έκκληση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apelācija, pārsūdzība, apelācijas, apelācijas sūdzība, apelācijas sūdzību

έκκληση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жалбата, жалба, привлечност, апел

έκκληση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recurs, apel, atacată, atac, recursul

έκκληση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pritožba, pritožbo, pritožbe, pritožbi, pravno sredstvo

έκκληση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvolanie, odvolania, odvolaní, odvolať, odvolaniu
Τυχαίες λέξεις