Łamać στα ελληνικά

Μετάφραση: łamać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβιάζω, σπάσιμο, διχοτομία, διάλειμμα, κάταγμα, διαθλώ, παραβαίνω, θλάση, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση
Łamać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apaszka στα ελληνικά - μαντήλι, κασκόλ, μαντίλι, μαντίλα, φουλάρι
  • bezkrwawy στα ελληνικά - αναιμικίς, αναίμακτος, αναίμακτη, αναίμακτο, αναίμακτες
  • duchowość στα ελληνικά - πνευματικότητα, πνευματικότητας, την πνευματικότητα, η πνευματικότητα, της πνευματικότητας
  • helioterapia στα ελληνικά - ηλιοθεραπεία
Τυχαίες λέξεις
Łamać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβιάζω, σπάσιμο, διχοτομία, διάλειμμα, κάταγμα, διαθλώ, παραβαίνω, θλάση, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση