Λέξη: πατερίτσα
Σχετικές λέξεις: πατερίτσα
πατερίτσα english, κελί πατερίτσα, ονειροκρίτης πατερίτσα, πατερίτσα στα αγγλικά, πατερίτσα συνώνυμα, πατερίτσα αγγλικά, πατερίτσα ετυμολογία
Συνώνυμα: πατερίτσα
δεκανίκι, βακτηρία, υποστήριγμα, ράβδος επίσκοπου
Μεταφράσεις: πατερίτσα
πατερίτσα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crutch, crozier, crosier, crutches, a crutch
πατερίτσα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
muleta, la muleta, muletas, muleta de, de muleta
πατερίτσα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krücke, Krücke, Krücken, crutch, Gehstütze
πατερίτσα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soutien, béquille, appoint, support, bâton, appui, béquilles, une béquille, la béquille, fourche
πατερίτσα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gruccia, stampella, crutch, stampelle, sostegno
πατερίτσα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
muleta, crutch, muletas, a muleta
πατερίτσα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruk, steunpilaar, crutch, krukken
πατερίτσα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поддержка, вилка, промежность, уключина, стойка, костыль, костылем, опора, костылей
πατερίτσα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krykke, krykken, krykker, krykke for
πατερίτσα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krycka, kryckan, gren, grenen, kryckor
πατερίτσα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kainalosauva, crutch, kainalosauvoja, kainalosauvan, kyynärsauvatuki
πατερίτσα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krykke, krykker, krykken, skridtet
πατερίτσα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opora, berla, podpora, pomoc, berle, berlička, berličkou, Rozvedení žil
πατερίτσα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
laska, widełki, kula, podpora, krocze, widelec, widły, kuli
πατερίτσα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mankó, mankót, mankóval, mankóját
πατερίτσα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koltuk değneği, crutch, koltuk değnekleri, Koltuk değneğinin, koltuk değneklerinin
πατερίτσα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
промежину, стійка, кочет, промежина, виделка, милицю, милиця, костиль, костур, милиці
πατερίτσα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtrat, patericë, mbështetje e, mbështetëse, parericë
πατερίτσα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
патерица, патерици, патерицата, опора
πατερίτσα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мыліца, мыліцу, крук, кастыль, костыль
πατερίτσα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tugi, kark, erguti, crutch, Kaablihargmiku, karku, Kaablihargmik
πατερίτσα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljuskavci, rakovi, štaka, štap
πατερίτσα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hækja
πατερίτσα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramentas, Dullis, atrama, Ramentams ligonio
πατερίτσα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kruķis, kruķi, stāja, dullis
πατερίτσα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патерица, патерицата, чатал, потпора
πατερίτσα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârjă, carja, crutch, ramificare, de ramificare
πατερίτσα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bergla, bergle, Štit
πατερίτσα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
barla, berla, barle, barly, barlu