Κάταγμα στα πολωνικά
Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pękanie, łamać, złamanie, złapać, złamać, pęknięcie, naruszenie, przełam, złamania, złamań
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάταγμα
κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, κάταγμα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κάστορας στα πολωνικά - bóbr, bobra, beaver, bobry, bobrów
- κάστρο στα πολωνικά - cytadela, zamek, gród, Castle, zamku, Zamek w
- κάτισχνος στα πολωνικά - nieszczęśliwy, nagi, nędzny, chudy, mizerny, wychudzony, haggard, ...
- κάτοικος στα πολωνικά - naleciałość, mieszkający, obywatel, użytkownik, rezydent, rezydentny, mieszkaniec, ...
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: pękanie, łamać, złamanie, złapać, złamać, pęknięcie, naruszenie, przełam, złamania, złamań
Μεταφράσεις: pękanie, łamać, złamanie, złapać, złamać, pęknięcie, naruszenie, przełam, złamania, złamań