Akcesja στα ελληνικά
Μετάφραση: akcesja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσχώρηση, απόκτημα, ένταξη, άνοδος, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
Μεταφράσεις
- akceptować στα ελληνικά - δέχομαι, επιδοκιμάζω, συγχωρώ, παραβλέπω, αποδέχομαι, εγκρίνω, παραδέχομαι, ...
- akces στα ελληνικά - προσπέλαση, προσχώρηση, ένταξη, άνοδος, απόκτημα, πρόσβαση, προσχώρησης, ...
- akcesoria στα ελληνικά - συνεργός, συσκευή, αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
- akcja στα ελληνικά - κλήρος, διάβημα, αρμόζω, μοιράζω, δράση, εγχείρηση, μοιράζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Akcesja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσχώρηση, απόκτημα, ένταξη, άνοδος, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως
Μεταφράσεις: προσχώρηση, απόκτημα, ένταξη, άνοδος, προσχώρησης, την προσχώρηση, προσχωρήσεως