Alarmować στα ελληνικά
Μετάφραση: alarmować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρομάζω, άγρυπνος, συναγερμός, προειδοποιώ, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alarmista στα ελληνικά - σπερμοφόρος, κινδυνολογία, κινδυνολογίες, κινδυνολογικές, κινδυνολόγος
- alarmistyczny στα ελληνικά - πανικόβλητος, πανικό, πανικόβλητο, πανικόβλητων, πανικόβλητη
- albatros στα ελληνικά - αλμπατρός, άλμπατρος, Albatross, το Albatross, τα άλμπατρος
- albinizm στα ελληνικά - αλβινισμός, albinism, Αλφισμός, λευκοπάθεια, αλμπινισμό
Τυχαίες λέξεις
Alarmować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρομάζω, άγρυπνος, συναγερμός, προειδοποιώ, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
Μεταφράσεις: τρομάζω, άγρυπνος, συναγερμός, προειδοποιώ, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση