Λέξη: αγκάλιασμα
Σχετικές λέξεις: αγκάλιασμα
αγκάλιασμα ονειροκρίτης
Συνώνυμα: αγκάλιασμα
σφίξιμο
Μεταφράσεις: αγκάλιασμα
αγκάλιασμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embrace, hug, embracement, hugging, embracing
αγκάλιασμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contener, abrazarse, apretón, abarcar, abrazo, abrazo de, abrazo a, del abrazo, abrazar
αγκάλιασμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umarmen, umfassen, umarmung, Umarmung, hug, knuddeln
αγκάλιασμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enserrer, embrassement, impliquer, adopter, comprendre, embrassons, étreindre, accepter, étreinte, s'embrasser, embrasser, embrassez, embrassent, accoler, renfermer, enlacer, Câlin, Hug, accolade
αγκάλιασμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stretta, abbracciare, abbraccio, amplesso, Hug, abbracciano
αγκάλιασμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abranger, abraçar, emblema, abraço, hug, abraço de, abraço em
αγκάλιασμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omhelzing, omhelzen, omarmen, knuffelen, knuffel, hug
αγκάλιασμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обнимать, охватить, охватывать, обниматься, объятие, воспользоваться, обнять, обняться, объятия, обнимаются
αγκάλιασμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omfavne, omfatte, klem, klem i, hug, klemmes, klemme
αγκάλιασμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omfamning, kram, innehålla, omfatta, omfamna, famna, krama, hug, kramen
αγκάλιασμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsittää, hyväksyä, syleillä, halailla, syleily, halata, halaus, hug, halauksen, hali
αγκάλιασμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omfavne, knus, kram, hug, kramme
αγκάλιασμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uvítat, objímat, objetí, obsáhnout, obsahovat, obejmout, obepínat, přijímat, přijmout, pojmout, zahrnovat, obejmuti, hug, objal
αγκάλιασμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogarniać, zawierać, przystawać, uściskać, przyjmować, obejmować, ściskać, objęcie, uścisk, ucisk, objąć, przytulić, hug, uściśnięcie, przytul
αγκάλιασμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ölelés, átkarolás, hug, ölelést, öleléssel
αγκάλιασμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapsamak, sarılmak, kucaklama, hug, bir kucaklama, sarılma
αγκάλιασμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обійняти, охоплювати, охопити, обійматися, обійми, обіймання
αγκάλιασμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përqafoj, përqafim, nuk përqafohen, përqafim të, cek, kapje
αγκάλιασμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прегръдка, прегърна, прегърнете, прегръщат
αγκάλιασμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абдымкі, абдымак
αγκάλιασμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omaksvõtt, embus, kallistama, kaisutus, sülelema, kaelustus, sülelus
αγκάλιασμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prihvatiti, grljenje, prihvati, zagrljaj, zagrliti, grle, hug, ne grle
αγκάλιασμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
faðma, knúsa, faðmlag, kossar, knús
αγκάλιασμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
complexo
αγκάλιασμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apkabinimas, apkabinti, glamonėtis, jausti pasitenkinimą, būti savimi patenkintam
αγκάλιασμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķēriens, hug, tvēriens, apkampiens, apskāviens
αγκάλιασμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прегратка, прегрнам, прегратките, прегратки, прегрнуваат
αγκάλιασμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbrățișare, imbratisare, pupici, hug, îmbrățișează
αγκάλιασμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
objem, hug, objemanje, objela
αγκάλιασμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
objatí, objatie, objatia, objetí, objatiu