Λέξη: ταφή
Σχετικές λέξεις: ταφή
ταφή στην αρχαία ελλάδα, ταφή νεκρών, ταφή του κόμητος οργκάθ, ταφή μαρίκας μητσοτάκη, ταφή ή καύση, ταφή σκύλου, ταφή του κόμη του οργκάθ, ταφή ή καύση των νεκρών, ταφή νεκρών στην αρχαιότητα, ταφή του κόμη οργκάθ
Συνώνυμα: ταφή
κηδεία, ενταφιασμός
Μεταφράσεις: ταφή
ταφή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burial, interment, landfill, burying, burial of
ταφή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entierro, sepultura, enterramiento, el entierro, de entierro
ταφή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beerdigung, bestattung, beisetzung, begräbnis, Beerdigung, Bestattung, Beisetzung, Begräbnis, Grab
ταφή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enterrement, obsèques, sépulture, inhumation, enfouissement, l'enterrement
ταφή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sepoltura, seppellimento, di sepoltura, la sepoltura, sotterramento
ταφή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enterro, sepultamento, enterramento, sepultura, de enterro
ταφή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
graflegging, teraardebestelling, begrafenis, begraven, begraafplaats, begraving, de begrafenis
ταφή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
погребение, похороны, захоронение, захоронения, погребения
ταφή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begravelse, grav, begravelsen, begravelses, nedgraving
ταφή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begravning, nedgrävning, grav, begravningen, begravnings
ταφή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hautaaminen, hautajaiset, hautaus, hautaamalla, hautaamista, hautaamisen
ταφή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begravelse, nedgravning, begravelsen, begravet, begravelsesplads
ταφή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakopání, pohřeb, pohřbení, pohřební, pohřebiště, zahrabáním
ταφή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakopanie, pochowanie, pochówek, pogrzeb, grzebanie, pogrzebanie, pochówku
ταφή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
temetés, temetkezési, elföldeléssel, temetkezés, temetési
ταφή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gömme, defin, mezar, gömü, ölü gömme
ταφή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
похорон, похоронний, поховання, захоронення
ταφή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varrim, varrimit, varrimi, e varrimit, varrimin
ταφή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
погребение, заравяне, погребението, погребване, погребална
ταφή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пахаванне, захаванне, пахаваньне, захаванне ў магiльнiках
ταφή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muldasängitamine, matmine, matus, matmise, matmiseks, matmist, mattes
ταφή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukop, sahrana, ukopavanje, pogreb, pokop, zakapanje
ταφή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
greftrun, greftrunar, grafar, urðun, Burial
ταφή στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sepultura
ταφή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laidotuvės, palaidojimas, laidojimo, užkasant, laidojimas
ταφή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apbedīšana, bēres, apbedīšanas, aprokot, apbedījumu, aprakšanu
ταφή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
погреб, погребување, погребение, закопување, погребот
ταφή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
doliu, înmormântare, îngropare, îngroparea, de înmormântare, inmormantare
ταφή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zakopání, pokop, zakopani, zakop, zakopavanje, zakopavanjem
ταφή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohreb, pohrebe
Στατιστικά δημοτικότητας: ταφή
Τυχαίες λέξεις