Anihilować στα ελληνικά

Μετάφραση: anihilować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκμηδενίζω, καταστρέφω, εξολεθρεύει
Anihilować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anihilacja στα ελληνικά - εκμηδένιση, εξόντωση, αφανισμό, αφανισμού, εκμηδένισης
  • anihilator στα ελληνικά - καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, να καταστρέψει
  • anilina στα ελληνικά - ανιλίνη, ανιλίνης
Τυχαίες λέξεις
Anihilować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκμηδενίζω, καταστρέφω, εξολεθρεύει