Λέξη: θυμάρι

Σχετικές λέξεις: θυμάρι

θυμάρι λευκάδα, θυμάρι φυτό, θυμάρι αφέψημα, θυμάρι πότισμα, θυμάρι του στρέφη, θυμάρι καλλιέργεια, θυμάρι αειθαλές ή φυλλοβόλο, θυμάρι ιδιότητες, θυμάρι συγκομιδή, θυμάρι σε γλάστρα

Συνώνυμα: θυμάρι

θύμος

Μεταφράσεις: θυμάρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thyme, of thyme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tomillo, el tomillo, de tomillo, del tomillo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
thymian, Thymian, thyme
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serpolet, thym, le thym, de thym, du thym, au thym
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
timo, di timo, il timo, al timo, del timo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tomilho, thyme, de tomilho, o tomilho, do tomilho
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijm, thyme, thijm, de tijm
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чабрец, тимьян, тимьяна, тимьяном, чабреца
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
timian, thyme
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
timjan, thyme
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
timjami, timjamia, thyme, timjamilla, timjamin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
timian, timianolie, thyme
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tymián, tymiánu, tymiánem, mateřídouška
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tymianek, macierzanka, tymianku, tymiankiem, thyme
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kakukkfű, kakukkfűvel, a kakukkfű, kakukkfüves, kakukkfüvet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kekik, thyme, kekiği, kekikli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чебрець, тимьян, тим'ян, тімьян
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trumzë, lisën
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мащерка, тимпан, мащерката, от мащерка, на мащерка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чабор, тым'ян, кмен
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liivatee, aed-liivatee, tüümian, tüümiani
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
timijan, majčina dušica, majčine dušice, timijana, thyme
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
timian, blóðberg, timjan, tímían, timían
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiobrelis, čiobreliai, čiobrelių, thyme, čiobrelio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
timiāns, timiānu, timiāna, mārsils, mārsila
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајчина душица, мајчина душичка, мајчината душичка, темјан, е мајчина душица
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cimbru, cimbrul, de cimbru, cimbrișor, cimbrului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
timijan, timijana, materina dušica, timijanom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tymián, tymian

Στατιστικά δημοτικότητας: θυμάρι

Τυχαίες λέξεις