Antydatować στα ελληνικά
Μετάφραση: antydatować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχρονολογούμαι, είναι προγενέστερα, είναι προγενέστερες, είχαν συναφθεί πριν, χρονολογούνται πριν από, είχαν συναφθεί πριν από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antyczny στα ελληνικά - αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
- antycząstka στα ελληνικά - αντισωματίδιο, αντισωματιδίου, αντισωμάτιο, αντισωματίδιό, αντισωματιδίων
- antydepresyjny στα ελληνικά - αντικαταθλιπτικό, αντικαταθλιπτικά, αντικαταθλιπτικών, αντικαταθλιπτική, αντικαταθλιπτικού
- antydopingowy στα ελληνικά - Αντι, Anti, Καταπολέμησης, Καταπολέμησης της, την καταπολέμηση
Τυχαίες λέξεις
Antydatować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχρονολογούμαι, είναι προγενέστερα, είναι προγενέστερες, είχαν συναφθεί πριν, χρονολογούνται πριν από, είχαν συναφθεί πριν από
Μεταφράσεις: προχρονολογούμαι, είναι προγενέστερα, είναι προγενέστερες, είχαν συναφθεί πριν, χρονολογούνται πριν από, είχαν συναφθεί πριν από