Λέξη: έγκαιρα

Σχετικές λέξεις: έγκαιρα

έγκαιρα ή εγκαίρως, έγκαιρα μετάφραση αγγλικά, έγκαιρα english, έγκαιρα συνώνυμα

Μεταφράσεις: έγκαιρα

έγκαιρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
promptly, timely, on time, in time, good time

έγκαιρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pronto, oportuno, oportuna, tiempo, oportunamente, puntual

έγκαιρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bereit, rechtzeitig, rechtzeitige, zeitnahe, rechtzeitigen, zeitnah

έγκαιρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rondement, presto, rapidement, vite, promptement, opportun, temps opportun, en temps opportun, opportune, temps voulu

έγκαιρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tempestivo, tempestiva, tempestivamente, puntuale, attuale

έγκαιρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oportuno, oportuna, atempada, atempado, oportunas

έγκαιρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdig, tijdige, tijd, regelmatige, op tijd

έγκαιρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аккуратно, сразу, своевременно, точно, немедленно, быстро, срочно, бегло, своевременное, своевременной, своевременным, своевременная

έγκαιρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betimelig, rettidig, tidsriktig, riktig, tide

έγκαιρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lägligt, tid, rätt tid, i rätt tid, i tid

έγκαιρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pikimmiten, ajankohtainen, ajoissa

έγκαιρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rettidig, rettidigt, rettidige, tide, rette tid

έγκαιρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rychle, včasný, včasné, včas, včasná, aktuální

έγκαιρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
punktualnie, szybko, aktualny, terminowe, odpowiednim czasie, terminowego, terminowo

έγκαιρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
időszerű, időben, időben történő, kellő időben, kellő időben történő

έγκαιρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vakitli, zamanında, ve zamanında, zamanlı

έγκαιρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
готовність, своєчасно, вчасно

έγκαιρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në kohë, kohë, me kohë, kohën e duhur, në kohën e duhur

έγκαιρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
навременен, своевременен, своевременно, навременно, навременна

έγκαιρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
своечасова, сваечасова

έγκαιρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koheselt, õigeaegne, õigeaegselt, õigeaegse, õigeaegset, õigeaegseks

έγκαιρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
točnost, brzina, gotovost, okretnost, na vrijeme, pravovremeno, pravodobno, pravovremene, pravodobne

έγκαιρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tímanlega, tímabær, tímabært, tímanleg, tímanlegar

έγκαιρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laiku, savalaikis, savalaikė, tinkamu laiku

έγκαιρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
savlaicīga, savlaicīgu, savlaicīgi, laikus, laicīgi

έγκαιρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
навремено, навремени, навремена, навремен, навременото

έγκαιρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oportun, timp util, timp, în timp util, la timp

έγκαιρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pravočasno, pravočasna, pravočasne, pravočasen, pravočasni

έγκαιρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
včasný, skorý, včasné, včas, včasného
Τυχαίες λέξεις