Λέξη: ταξινομώ

Σχετικές λέξεις: ταξινομώ

ταξινομώ αγγλικα, ταξινομώ δεδομένα εξάγω συμπεράσματα, ταξινομώ στα αγγλικα, ταξινομώ συνώνυμα, ταξινομώ συνώνυμο

Συνώνυμα: ταξινομώ

διαλέγω, κατατάσσω, ξεχωρίζω

Μεταφράσεις: ταξινομώ

ταξινομώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
classify, assort, sort, categorize, I sort

ταξινομώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clasificar, ordenar, agrupar, clase, tipo, especie, género

ταξινομώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sortieren, klassifizieren, ordnen, Art, Sortier, sort, sortiert

ταξινομώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rassembler, classifions, tri, ranger, trier, classer, grouper, classez, assortir, classifier, munir, approvisionner, arranger, classifiez, ordonner, combiner, sorte, genre, Trier, Classer

ταξινομώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
classificare, assortire, aggruppare, specie, tipo, sorta, Ordina, genere

ταξινομώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
classificar, tipo, espécie, Ordenar, sorte

ταξινομώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
classificeren, indelen, sorteren, soort, Sorteer, Sort, een soort

ταξινομώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
классифицировать, отсортировать, подбирать, рассортировать, сортировать, вид, рода, сортировать по, своего рода

ταξινομώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sortere, sort, sorter, liksom, slags

ταξινομώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ordna, sortera, slags, sorts, sort, sorterings

ταξινομώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jaotella, luokitella, luokittaa, lajitella, Kun lajittelet, lajittelet, Lajittele, eräänlainen

ταξινομώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slags, Sorter, Sortér, art, Sorteret

ταξινομώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sestavovat, sestavit, vybrat, seřadit, řadit, třídit, roztřídit, klasifikovat, zásobit, uspořádat, druh, typ, Zařadit směrem

ταξινομώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sklasyfikować, segregować, grupować, klasyfikować, współpracować, dobierać, sortować, kwalifikować, zaliczać, zestawiać, zaopatrywać, rodzaj, porządek, rodzaju, sortowanie

ταξινομώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fajta, Rendezés, egyfajta, a fajta, sort

ταξινομώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sınıflandırmak, tür, sıralama, çeşit, sort, sıralamak

ταξινομώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відсортувати, узгодьтеся, класифікуйте, класифікувати, сортувати, Сортування, для сортування

ταξινομώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lloj, Rendit, Renditur, lloji, një lloj

ταξινομώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вид, Сортирай, Сортирайте, сортиране, подреди

ταξινομώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сартаваць, Упарадкаваць, абразок, сартыраваць

ταξινομώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sortima, salastama, rühmitama, sort, Sorteeri, omamoodi, sorti, sorteerimismeetod

ταξινομώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opremiti, sortirati, svrstavati, odabirati, svrstati, razvrstati, odrediti, vrsta, Sortiranje, Sortiraj, Poredaj

ταξινομώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
raða, konar, tegund, flokka, eins konar

ταξινομώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūšiuoti, tarsi, Rikiuoti, rūšies, rūšiavimo

ταξινομώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķirot, Kārtot, veida, Sakārtot, sava

ταξινομώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вид, Сортирај, тип, Подреди, еден вид

ταξινομώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sorta, sort, fel, tip, un fel, sortare

ταξινομώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sortiranje, Razvrsti, nekako, vrste, vrsta

ταξινομώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
druh, typ, druhy, druhu, Kategória
Τυχαίες λέξεις