Aspirować στα ελληνικά

Μετάφραση: aspirować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοδοξώ, αναρροφώ, Aspire, φιλοδοξούν, επιδιώκουμε, προσβλέπουν
Aspirować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aspirata στα ελληνικά - αναρροφώ, αναρρόφηση, αναρροφήστε, αναρρόφημα, παρακέντηση, την αναρρόφηση
  • aspirator στα ελληνικά - σύστημα απαγωγής, αναρροφητικού, αναρροφητικού ανεμιστήρα, αναρροφητικό ανεμιστήρα
  • aspiryna στα ελληνικά - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
  • aspołeczny στα ελληνικά - ακοινωνικό, ακοινωνική, asocial, μη κοινωνική, μη κοινωνικό
Τυχαίες λέξεις
Aspirować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοδοξώ, αναρροφώ, Aspire, φιλοδοξούν, επιδιώκουμε, προσβλέπουν