Λέξη: νομοθεσία

Σχετικές λέξεις: νομοθεσία

νομοθεσία τροφίμων, νομοθεσία για σκύλους 2013, νομοθεσία δημοσίων έργων, νομοθεσία για κατατακτήριες εξετάσεις, νομοθεσία προμηθειών δημοσίου, νομοθεσία περιπτέρων, νομοθεσία εκλογών, νομοθεσία ικα, νομοθεσία για κατοικίδια ζώα, νομοθεσία δημοτικών εκλογών, νομοθεσια

Συνώνυμα: νομοθεσία

νόμος, θεσμός

Μεταφράσεις: νομοθεσία

νομοθεσία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
legislation, statute, law, laws, legislation of, rules

νομοθεσία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estatuto, legislación, la legislación, normativa, leyes, legislación de

νομοθεσία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesetzgebung, satzung, Gesetzgebung, Gesetze, Rechtsvorschriften, Vorschriften, Recht

νομοθεσία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
loi, ordre, statut, législation, disposition, règlement, ordonnance, prescription, la législation, lois, législations

νομοθεσία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legislazione, statuto, normativa, la legislazione, legislazioni, legge

νομοθεσία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
legislação, a legislação, regulamentação, legislações, da legislação

νομοθεσία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
statuut, wetgeving, de wetgeving, regelgeving, regeling

νομοθεσία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устав, закон, узаконение, законодательство, статут, законопроект, законодательства, законодательстве, законодательством

νομοθεσία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vedtekt, lovgivning, lovgivningen, lovverk, lover

νομοθεσία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lagstiftning, lag, stadga, lagstiftningen, lagstiftning som

νομοθεσία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lainlaadinta, säädös, ohjesääntö, asetus, lainsäädäntö, laki, lainsäädännön, lainsäädäntöä, lainsäädännössä, lainsäädäntöön

νομοθεσία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovgivning, lovgivningen, bestemmelser

νομοθεσία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zákonodárství, ustanovení, předpis, legislativa, nařízení, zákon, právní předpisy, právní úprava, předpisy, právních předpisů

νομοθεσία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nakaz, prawodawstwo, ustawodawstwo, ustawa, legislacja, statut, akta, prawo, przepisy, prawodawstwa

νομοθεσία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törvényhozás, jogalkotás, jogszabályok, szabályozás, jogszabály

νομοθεσία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasama, mevzuat, mevzuatı, mevzuatın, yasalar

νομοθεσία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утомившись, уставши, утомлено, устав, статут, легіони, законодавство, законодавства, Юридичні, Юридичні аспекти

νομοθεσία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
legjislacion, legjislacioni, legjislacionit, legjislacionin, legjislacioni i

νομοθεσία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
устав, законодателство, законодателството, законодателството на, законодателство на

νομοθεσία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заканадаўства

νομοθεσία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
normid, seadusandlus, põhikiri, õigusaktid, statuut, õigusaktide, õigusakte, õigusaktidega

νομοθεσία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustav, zakon, zakoni, statut, zakonodavstvo, propisi, zakonodavstva

νομοθεσία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
löggjöf, lög, lögum, löggjöfin, lögin

νομοθεσία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įstatymai, teisės aktai, teisės aktus, teisės aktų, teisės aktuose

νομοθεσία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
likumdošana, tiesību akti, tiesību aktos, tiesību aktiem, tiesiskais regulējums

νομοθεσία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
законодавството, законодавство, легислатива, законска регулатива, легислативата

νομοθεσία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
legislație, legislația, legislației, legislații, legislative

νομοθεσία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
statut, zakonodaja, zakonodajo, zakonodaji, ureditev, zakonodaje

νομοθεσία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stanovy, ustanovení, legislatíva, právne predpisy, legislatívy

Στατιστικά δημοτικότητας: νομοθεσία

Τυχαίες λέξεις