Αναρροφώ στα πολωνικά

Μετάφραση: αναρροφώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wdychać, przydechowy, aspirować, aspirata, uszczknąć, zdekantować
Αναρροφώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρροφώ

αναρροφώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, αναρροφώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αναπόφευκτος στα πολωνικά - niechybny, nieunikniony, nieuchronny, nieuniknione, nieunikniona
  • αναρριχώμαι στα πολωνικά - podnosić, wznosić, wstępować, wspinać, wjeżdżać, piąć, rozerwać, ...
  • αναρρόφηση στα πολωνικά - zasysanie, wysysanie, ssanie, ssania, ssący, ssąca, zasysania
  • αναρρώνω στα πολωνικά - ochłonąć, zdrowieć, windykować, odzyskiwać, odzyskać, wyzdrowieć, wracać do zdrowia, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναρροφώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wdychać, przydechowy, aspirować, aspirata, uszczknąć, zdekantować