Bezmyślnie στα ελληνικά
Μετάφραση: bezmyślnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απερίσκεπτος, απερίσκεπτα, αλόγιστα, άκριτα, επιπόλαια, αστόχαστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezmierny στα ελληνικά - άπειρος, τεράστιος, απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
- bezmięsny στα ελληνικά - χορτοφάγος, νηστίσιμα, meatless, χωρίς κρέας, χορτοφαγικής, χωρίς καθόλου κρέας
- bezmyślność στα ελληνικά - κενό, απερισκεψία, επιπολαιότητα, απερισκεψίας, η επιπολαιότητα, την απερισκεψία
- bezmyślny στα ελληνικά - χαρούμενος, απερίσκεπτος, εύθυμος, κενός, ανόητος, άγραφτος, άδειος, ...
Τυχαίες λέξεις
Bezmyślnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απερίσκεπτος, απερίσκεπτα, αλόγιστα, άκριτα, επιπόλαια, αστόχαστα
Μεταφράσεις: απερίσκεπτος, απερίσκεπτα, αλόγιστα, άκριτα, επιπόλαια, αστόχαστα