Λέξη: μουδιασμένος
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα
Συνώνυμα: μουδιασμένος
ναρκωμένος, παράλυτος
Μεταφράσεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
torpid, numb, benumbed
μουδιασμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entumecido, entumecida, insensible, adormecida, entumecidos
μουδιασμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betäubt, taub, gefühllos, numb, tauben, benommen
μουδιασμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apathique, engourdi, engourdie, engourdis, engourdies, insensible
μουδιασμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intorpidito, insensibile, insensibili, intorpidite, intorpidita
μουδιασμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entorpecido, dormente, paralisado, dormentes, entorpecida
μουδιασμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdoofd, verkleumd, verdoven, gevoelloos, numb
μουδιασμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оцепеневший, вялый, онемевший, онемелый, апатичный, оцепенелый, бездеятельный, оцепенелым, онемели, онемение, онемела
μουδιασμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nummen, numne, følelsesløs, numment, nummenhet
μουδιασμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
numb, stel, domnade, förlamad, bedöva
μουδιασμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunnoton, turta, tunnottomaksi, numb, puutunut
μουδιασμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
følelsesløs, følelsesløse, dulme, følelsesløshed
μουδιασμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
apatický, strnulý, ztuhlý, otupělý, otupělá, necitlivé
μουδιασμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
apatyczny, zesztywniały, skamieniały, zdrętwiały, drętwy, zdrętwiałe, odrętwiały, zdrętwiała
μουδιασμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elzsibbadt, zsibbadt, zsibbad, dermedt, érzéketlen
μουδιασμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uyuşmuş, hissiz, uyuşuk, uyuştu, duygusuz
μουδιασμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бездіяльний, онімілий, апатичний, заціпенілий, зніміла, знімілий
μουδιασμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mpirë, mpirë, të mpirë, e mpirë, mpira
μουδιασμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вцепенен, вцепенена, безчувствена, изтръпнали, безчувствен
μουδιασμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здранцвеў, здранцвеласць, здранцвела, здранцвелі, зьмярцьвела
μουδιασμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhkav, tundetu, loid, tuim, tuimaks, Numb, tuimad, tuimus
μουδιασμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trom, apatičan, utrnuo, mlitav, ukočen, zanijemio, utrnuti, otupio, otupjela
μουδιασμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dofinn, dofi, dofið
μουδιασμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nutirpęs, Numb, sustingęs, Nutirpimo, priblokšti
μουδιασμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sastindzis, nejutīgas, nejūtīgas, nejūtīgi
μουδιασμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вцепенен, вкочанети, Неми, занемен, вкочанетост
μουδιασμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amorțit, amortit, amorțite, amortite, amortita
μουδιασμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otrple, otrpli, omrtvelost, otopele, otrplosti
μουδιασμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strnulý, rigidný, rigidný v, je neflexibilný, neflexibilný