Całować στα ελληνικά

Μετάφραση: całować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλί, φίλημα, φιλώ, το φιλί, φιλί για, kiss
Całować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • całoroczny στα ελληνικά - όλα, όλος, όλες, ετήσια, ετησίως, ετήσιες, ετήσιο, ...
  • całostronicowy στα ελληνικά - ολοσέλιδες, ολοσέλιδη, πλήρους σελίδας, ολόκληρης σελίδας, ολοσέλιδο
  • całościowo στα ελληνικά - συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
  • całościowy στα ελληνικά - σύνολο, ολικός, γενικός, περιεκτικός, πλήρης, ποδιά, συνολικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Całować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλί, φίλημα, φιλώ, το φιλί, φιλί για, kiss