Λέξη: εκρήγνυμαι

Σχετικές λέξεις: εκρήγνυμαι

εκρήγνυμαι κλιση, εκρήγνυμαι συνωνυμα

Συνώνυμα: εκρήγνυμαι

ανατινάσσω, καταστρέφω, φυσώ, βρίζω, ανατινάσσομαι, ξεσπώ, εκπυρσοκροτώ, πυροκροτώ

Μεταφράσεις: εκρήγνυμαι

εκρήγνυμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
explode, erupt, blast, detonate, blow up

εκρήγνυμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estallar, reventar, detonar, explotar, entrar en erupción, hacer erupción, erupción, erupcionar

εκρήγνυμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
explodieren, sprengen, ausbrechen, Ausbruch, auszubrechen, erupt, ausbricht

εκρήγνυμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
discréditer, éclatent, infirmer, fulminer, éclatons, éclatez, exploser, détoner, éclater, éruption, entrer en éruption, surgir

εκρήγνυμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esplodere, scoppiare, eruttare, eruzione, erompere

εκρήγνυμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explanação, estalar, expluda, entrar em erupção, irromper, erupção, erupt, irrompem

εκρήγνυμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontploffen, uitbarsten, losbarsten, springen, exploderen, barsten, uitbreken, erupt

εκρήγνυμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вспыхнуть, распускаться, взрывать, взорвать, разбивать, разражаться, взорваться, взрываться, подрывать, подорвать, вырваться, разразиться, извергаться, прорываются, извергаются, вспыхивают

εκρήγνυμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksplodere, bryte ut, utbrudd, bryter ut, bryte, bryter

εκρήγνυμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krevera, explodera, utbrott, bryta ut, få ett utbrott, får utbrott, ett utbrott

εκρήγνυμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
räjähtää, räjäyttää, puhjeta, purkautua, puhkeaa, puhkeavat, purkautuvat

εκρήγνυμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bryde ud, bryde, bryder ud, bryder, udbrud

εκρήγνυμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prasknout, vybuchnout, propuknout, explodovat, vyvrátit, vypuknout, vypukne, vybuchnou

εκρήγνυμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdetonować, obalać, wybuchać, rozsadzać, wysadzać, eksplodować, wybuchnąć, obalić, wysadzić, wybuchają, wybuchnie, wybucha

εκρήγνυμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kinő, kitör, törnek, törnek ki, kitörhet

εκρήγνυμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
patlamak, patlak, patlamaya, patlayacak, püskürebilir

εκρήγνυμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підривати, вибухніть, розпускатися, розбивати, вивергатися, виверження, вивергатись, викидати, викидатися

εκρήγνυμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpërthej, shpërthejnë, shpërthejë, të shpërthejë, të shpërthejnë

εκρήγνυμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бълвам, избивам, избухвам, изригне, избухне

εκρήγνυμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вывяргацца, выбухаць, выбухнуць

εκρήγνυμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õhkima, plahvatama, purskama, esile kerkida, puhkemist, purskuma, lahvatada

εκρήγνυμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksplodirati, buknuti, izbiti, izbacivati, izbit, izbijaju

εκρήγνυμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjósa, springa, springa út, gosið, brenna

εκρήγνυμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sprogti, kaltis, veržtis, prasiveržti, peraugti, prasikalti

εκρήγνυμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eksplodēt, spridzināt, sprāgt, izšķilties, izlauzties, izvirt, izlauzties uz āru

εκρήγνυμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еруптира, еруптираат, избувнуваат, да еруптира, избувне

εκρήγνυμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
erupe, erupă, erup, erupa, izbucni

εκρήγνυμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oddelit, bruhajo, izbruhniti, izbruhnejo, Izbljuvati, izbruhne

εκρήγνυμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozložiť, vybuchnúť, explodovať, výbuch v zmesi, výbuchu
Τυχαίες λέξεις