Certyfikat στα ελληνικά

Μετάφραση: certyfikat, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Certyfikat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • certować στα ελληνικά - αναστάτωση, φασαρία, ταραχή
  • certyfikacja στα ελληνικά - πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
  • certyfikować στα ελληνικά - βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
  • cesarski στα ελληνικά - αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, αυτοκρατορικού
Τυχαίες λέξεις
Certyfikat στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό