Λέξη: εμφατικός
Σχετικές λέξεις: εμφατικός
εμφατικός σημασια
Μεταφράσεις: εμφατικός
εμφατικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emphatic
εμφατικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vigoroso, enfático, enfática, contundente, rotundo, enfáticos
εμφατικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausdrücklich, nachdrücklich, energisch, betont, entschieden, emphatischen
εμφατικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affirmatif, délibéré, expressif, décisif, ferme, péremptoire, expressément, emphatique, énergique, décidé, catégorique, emphase, emphatiques
εμφατικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
enfatico, enfatica, enfasi, enfatiche, enfatici
εμφατικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enfático, enfática, enfáticos, enfáticas, emphatic
εμφατικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nadrukkelijk, nadrukkelijke, nadrukkelijker, met nadruk, empathische
εμφατικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подчеркнутый, настойчивый, демонстративный, внятный, эмфатический, явственный, выразительный, отчетливый, решительное, решительным, решительный, выразительное
εμφατικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ettertrykkelig, empatiske, empatisk, emphatic, entydige
εμφατικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
emphatic, eftertryck, eftertrycklig, eftertryckligt, eftertryckliga
εμφατικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tomera, painokas, painokkaasti, painokkaita, voimakas, empaattisen
εμφατικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eftertrykkelig, eftertrykkeligt, empatisk, indtrængende, eftertrykkelige
εμφατικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výrazný, rozhodný, energický, důrazný, důrazné, důrazná, důraznější, empatická
εμφατικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobitny, wyrazisty, kategoryczny, stanowczy, emfatyczny, wymowny, emphatic
εμφατικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hangsúlyos, nyomatékos, határozott, empatikus, nyomatékosan
εμφατικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vurgulu, empatik, empati, empatik bir, emphatic
εμφατικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підкреслений, наполегливий, промовистий, виразний, виразну, виразніший, виразна
εμφατικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmbëngulës, i theksuar, theksuar, e theksuar, theksuara
εμφατικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
категоричен, категорично, подчертано, недвусмислен
εμφατικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выразны, выразнае, выразная
εμφατικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõhutatud, resoluutne, empaatiline, empaatilise, rõhutatult
εμφατικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedvosmislen, naglašen, emphatic, naglašeno, naglašena
εμφατικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
emphatic
εμφατικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
emfatinis, tvirtas, kategoriškas, emfatiškas, pabrėžantis
εμφατικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izteiksmīgs, izcelts, īpaši uzsver, pasvītrots
εμφατικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
недвосмислен, решителна, емфатична, погласен, категоричниот
εμφατικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
categoric, emfatic, empatic, emfatică, accentuat
εμφατικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Poudarjeno, emphatic, odločno, zanosne, Nedvosmislen
εμφατικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôrazný, silný, jednoznačné, dôraznú, rozhodný