Λέξη: φορτικός
Σχετικές λέξεις: φορτικός
φορτικός λεξικό, φορτικός αγγλικα, φορτικός ετυμολογία
Συνώνυμα: φορτικός
βαρύς, δυσμετακίνητος, μπελαλήδικος, πιεστικός, ενοχλητικός, οχληρός, επαχθής, δυσκίνητος, επίμονος
Μεταφράσεις: φορτικός
φορτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
importunate, cumbrous, obtrusive, cumbersome, burdensome
φορτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
importuno, importuna, inoportuno, inoportuna, importunos
φορτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zudringlich, aufdringlich, lästig, aufdringliche, aufdringlichen, zudringlichen
φορτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
importun, obsédant, collant, importune, importuns, importunes, importuner
φορτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
importuno, importuna, importuni, importunate, insistente
φορτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inoportuno, importuno, importuna, importunos, importunate
φορτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opdringerig, opdringerige, lastige, importunate, lastig
φορτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неотступный, настойчивый, неотвязный, безотлагательный, упрямый, надоедливый, назойливый, докучливый, спешный, назойливым, назойливое, назойливы, назойливая
φορτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påtrengende, frierier, heftige frierier
φορτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
importunate, påträngande, efterhängsen, efterhängsna
φορτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vetoava, hellittämätön, itsepintainen
φορτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
påtrængende, anmassende, paatrængende, importunate
φορτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neodbytný, obtížný, naléhavý, neodbytnou
φορτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
namolny, dokuczliwy, natarczywy, natrętny, natrętne, natarczywe, importunate
φορτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bosszantó, tolakodó, alkalmatlan
φορτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sırnaşık, importunate, ısrarla, ısrarla isteyen, ısrar eden
φορτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імпорт, настирливий, настирний, надокучливий, нав'язливий
φορτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i qepur, i ngjitur, qepur
φορτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
настойчивия, настойчив, натрапничав, натрапчив, настойчивата, упорит
φορτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назойлівы, настырны, надакучлівы
φορτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
anuv, tülikas, pressiv, pealekäiv, Hellittämätön
φορτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosadan, istrajan, nametljiv, uporan
φορτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
importunate
φορτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
landus, Namolny, Dokuczliwy, Apnicīgs, grisus
φορτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apnicīgs, uzmācīgs, neatlaidīgs, uzbāzīgs
φορτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наметливи, досаден
φορτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supărător, stăruitoare, insistentă, insistent, urgent
φορτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Nametljiv
φορτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
naliehavý, naliehavého, naliehavá, naliehavé, naliehavú