Chorobliwy στα ελληνικά

Μετάφραση: chorobliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώμαλος, νοσηρός, νοσηρή, νοσηρές, morbid, νοσογόνο
Chorobliwy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chorobliwie στα ελληνικά - νοσηρά, παθολογικά, morbidly, νοσογόνο, από νοσογόνο
  • chorobliwość στα ελληνικά - νοσηρότητα, νοσηρότητας, τη νοσηρότητα, της νοσηρότητας, θνησιμότητας
  • chorobotwórczość στα ελληνικά - παθογένειας, παθογένεια, την παθογένεια, παθογενετικότητα, παθογονικότητα
  • chorobotwórczy στα ελληνικά - παθογόνος, αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
Τυχαίες λέξεις
Chorobliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώμαλος, νοσηρός, νοσηρή, νοσηρές, morbid, νοσογόνο