Ciężki στα ελληνικά
Μετάφραση: ciężki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρός, άκαμπτος, αλύγιστος, ισχυρός, σκληρός, βαρύς, δριμύς, τύμβος, θλιβερός, άγριος, τάφος, σοβαρός, εξωφρενικός, επίπονος, δύσκολος, καίριος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciężarowiec στα ελληνικά - αρσιβαρίστας, αρσιβαρίστρια, βαρών, weightlifter, αρσιβαρίστα
- ciężarówka στα ελληνικά - φορτηγό, φορτηγών, όχημα, οχήματος, φορτηγού
- ciężko στα ελληνικά - τσουχτερός, πυκνός, ισχυρός, πικρά, άκαμπτος, δύσκολος, αλύγιστος, ...
- ciężkość στα ελληνικά - βαρύτητα, αυστηρότητα, βάρους, ένταση, αίσθημα βάρους, βαρέως
Τυχαίες λέξεις
Ciężki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρός, άκαμπτος, αλύγιστος, ισχυρός, σκληρός, βαρύς, δριμύς, τύμβος, θλιβερός, άγριος, τάφος, σοβαρός, εξωφρενικός, επίπονος, δύσκολος, καίριος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ
Μεταφράσεις: αυστηρός, άκαμπτος, αλύγιστος, ισχυρός, σκληρός, βαρύς, δριμύς, τύμβος, θλιβερός, άγριος, τάφος, σοβαρός, εξωφρενικός, επίπονος, δύσκολος, καίριος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ