Λέξη: ευλογία
Σχετικές λέξεις: ευλογία
ευλογία θεού, ευλογία της γης, ευλογία κυρίου, ευλογία των πουλερικών, ευλογία κυρίου και έλεος, ευλογία ετυμολογία, ευλογία χαλάνδρι, ευλογία ορισμός, ευλογία αρρώστια, ευλογία λεξικό
Συνώνυμα: ευλογία
χάρη, χάρις, εύνοια, νόσος, θεία χάρις, βλογιά
Μεταφράσεις: ευλογία
ευλογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blessing, a blessing, boon, blessings, blessing of
ευλογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bendición, la bendición, bendiciones, bendición de
ευλογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verletzend, genehmigung, segnung, segen, billigung, wohltat, Segen, Segnung, Segens, Segen zu
ευλογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
manne, bénissant, agrément, bienfait, bénédiction, approbation, la bénédiction, bénédictions, bénédiction de
ευλογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benedizione, la benedizione, benedizioni, beneficio, dono
ευλογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplauso, aprovação, bênção, benção, bênçãos, a bênção, blessing
ευλογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedkeuring, fiat, zegening, zegen, weldaad, bijval, zegen te, zegeningen, de zegen
ευλογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благословение, санкция, счастье, неприятность, одобрение, молитва, благодеяние, благо, блаженство, благословением, благословения, благом
ευλογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velgjerning, velsignelse, velsignelsen, velsignelser, velsignet, velsigne
ευλογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välsignelse, välsignelsen, välsigna, välsignelser
ευλογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siunaus, lahja, siunaaminen, ruokarukous, siunauksen, siunausta, siunaukseksi
ευλογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
velsignelse, velsignelsen, velsignelser
ευλογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
štěstí, požehnání, dobrodiní, požehnáním, žehnání
ευλογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
błogosławieństwo, dobrodziejstwo, błogosławieństwem, Blessing, błogosławieństwa
ευλογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áldás, áldást, áldását, áldása, áldásával
ευλογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyilik, nimet, lütuf, bir nimet, nimettir, kutsama
ευλογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикрощі, щасті, молитва, блаженство, благословення, благословіння, благословенням
ευλογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bekim, bekimi, bekimin, bekim i, bekuar
ευλογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одобрение, благословия, благословение, благословията, благословението, благодат
ευλογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дабраславеньне, благаславенне, блаславенне, благаслаўленне, дабраславенне
ευλογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tänupalve, arm, õnnistus, õnnistust, õnnistuse, õnnistuseks, õnnistusega
ευλογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
blagoslov, blagoslovom, blagoslova, blagodat, je blagoslov
ευλογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blessun, blessunar, blessun fyrir, blessa, blessunin
ευλογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
palaiminimas, palaima, palaiminimą, palaiminimu, Benedictionem
ευλογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apstiprinājums, svētība, svētību, svētības, laime
ευλογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
благослов, благословот, благословува, благослови
ευλογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
binecuvântare, aprobare, binecuvântarea, binecuvantare, binecuvântării, binecuvîntare
ευλογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blagoslov, blagoslovi
ευλογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
požehnanie, požehnania, požehnaní