Λέξη: εποχικός

Σχετικές λέξεις: εποχικός

εποχικός πυροσβέστης, εποχικός διμορφισμός, εποχικός εποχιακός, εποχικός ή εποχιακός, εποχικός μπαμπινιώτης

Μεταφράσεις: εποχικός

εποχικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seasonal, seasonality, to seasonality

εποχικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estacional, estacionalidad, la estacionalidad, estacionalidad de, temporalidad

εποχικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jahreszeitlich, zeitlich, Saisonalität, Saison, Saisonabhängigkeit, saisonale, saisonalen

εποχικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saisonnier, saisonnalité, la saisonnalité, caractère saisonnier, saisonnières

εποχικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stagionalità, la stagionalità, stagionale, carattere stagionale, stagionali

εποχικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sazonalidade, a sazonalidade, sazonal, da sazonalidade, sazonalidade do

εποχικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
seizoensgebondenheid, seizoensinvloeden, seizoensgebonden, seizoenseffecten, seizoengevoeligheid

εποχικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сезонный, сезонность, сезонности, сезонные, сезонностью

εποχικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sesong, sesongvariasjoner, sesongavhengige, sesongsvingninger

εποχικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
säsongs, säsongsvariationer, säsongsvariation, säsongsbundenhet, säsongsmönster

εποχικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kausiluonteinen, kausiluonteisuus, kausivaihtelu, kausiluonteisuuden, kausiluonteisuudesta, kausiluonteisuutta

εποχικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sæsonudsving, sæsonbetingede udsving, saesonbestemt, er saesonbestemt, sæsonbetonet

εποχικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sezónní, sezónnost, sezónnosti, sezonnost, sezonalita

εποχικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sezonowy, sezonowość, sezonowości, sezonowością, dotyczące sezonowości

εποχικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szezonalitást, szezonalitás, a szezonalitás, szezonális jelleg, szezonalitása

εποχικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mevsimsellik, mevsimsel, mevsimselliğin, mevsimselliği

εποχικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сезонний, сезонність, Сезонність Ціна

εποχικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sezonaliteti, sezonalitetit, stinëve, prania e sezonalitetit, prania e sezonalitetit në

εποχικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сезонност, сезонността, сезонния, сезонния характер, на сезонността

εποχικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сезоннасць

εποχικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sesoonne, hooajaline, sesoonsus, hooajalisus, hooajalisuse, hooajalisusest, hooajalisust

εποχικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sezonski, sezonske, sezonalnost, sezonalnosti, sezonska, sezonskih

εποχικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árstíðum, af sumarleyfum, sumarleyfum

εποχικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sezoniškumas, sezoniškumo, sezoniškumą, sezoniškumu, sezoniškumo poveikį

εποχικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sezonalitāte, sezonalitāti, sezonalitātes, sezonālais, sezonālās

εποχικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сезонскиот, сезоната, сезонскиот карактер, сезони, сезонски

εποχικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sezonier, sezonalitate, de sezonalitate

εποχικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sezonskost, sezona, sezonska, sezonsko, je sezona

εποχικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sezónnosť, sezónnosti, sezónnosťou, sezónny charakter, aj sezónnosť
Τυχαίες λέξεις