Częściowo στα ελληνικά
Μετάφραση: częściowo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικώς, κάπως, εν μέρει, μέρει, μερική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- częstość στα ελληνικά - πυκνότητα, συχνότητα, συχνότητας, συχνοτήτων, τη συχνότητα, η συχνότητα
- częsty στα ελληνικά - επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, μπόλικος, συχνάζω, συχνός, συχνές, συχνή, ...
- częściowy στα ελληνικά - κομματάκι, θραύσμα, μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
- część στα ελληνικά - πρόσφορος, θραύσμα, συστατικός, μοιράζομαι, φίμωτρο, φέτα, μερίδιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Częściowo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικώς, κάπως, εν μέρει, μέρει, μερική
Μεταφράσεις: μερικώς, κάπως, εν μέρει, μέρει, μερική