Λέξη: κάγκελα
Σχετικές λέξεις: κάγκελα
κάγκελα ασφαλείας για παιδιά jumbo, κάγκελα μπαλκονιών, κάγκελα στα αγγλικά, κάγκελα τιμές, κάγκελα περίφραξης τιμές, κάγκελα ασφαλείας παραθύρων, κάγκελα inox, κάγκελα παντού στίχοι, κάγκελα αλουμινίου, κάγκελα ασφαλείας, καγκελα
Μεταφράσεις: κάγκελα
κάγκελα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grille, railings, balusters, rails, bars, railing
κάγκελα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verja, reja, barandillas, pasamanos, barandas, verjas, barandillas de
κάγκελα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kühlergrill, kühlergitter, Geländer, Geländern, Gitter
κάγκελα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grillage, treillis, grille, calandre, herse, balustrades, rampes, grilles, rambardes
κάγκελα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ringhiere, inferriate, parapetti, ringhiera, ringhiere in
κάγκελα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grades, parapeitos, corrimões, trilhos, gradeamentos
κάγκελα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leuningen, balustrades, relingen, hekwerken, railings
κάγκελα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решетка, решётка, перила, дуги, дуги на, Другое оборудование дуги, Другое оборудование дуги на
κάγκελα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rekkverk, rekkverket
κάγκελα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
räcken, räcke, Balustrader, staket
κάγκελα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaiteet, ulkoilman, ulkoilman lämpömittari, kaiteita, takalasin
κάγκελα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rækværk, Gelændere, gelænder, rækværker, Railings
κάγκελα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mřížoví, mříž, mřížka, zábradlí, Balustrády, zábradlím, Railings
κάγκελα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okratowanie, krata, kratka, balustrady, poręcze, relingi, barierki, balustrad
κάγκελα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korlát, korlátok, korlátokkal, korlátokat, korláttal
κάγκελα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parmaklıklar, korkulukları, korkuluklar, korkuluk
κάγκελα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
решітка, перила, поручні, поруччя, й поруччя, бильця
κάγκελα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
railings, kangjella
κάγκελα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парапети, парапети от, парапет, перила
κάγκελα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парэнчы, поручні
κάγκελα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iluvõre, luuk, reelingud, piirded, välistemperatuuri, välistemperatuuri näidik, korrektor
κάγκελα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pružnice, ograde, ograda, li ograde, railings
κάγκελα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
railings
κάγκελα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turėklai, bagažinės rėmai, rėmai, pašildymas, baliustrados
κάγκελα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
margas, reliņi, reliņi āra termometrs, nožogojumi
κάγκελα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
огради, парапети, оградата, се оградата
κάγκελα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grătar, balustrade, balustrade de, balustradele, balustradelor, grilaje
κάγκελα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ograje, ograj, railings, ograja, tirnice
κάγκελα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zábradlie, zábradlia, zábradlí