Częsty στα ελληνικά
Μετάφραση: częsty, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, μπόλικος, συχνάζω, συχνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- częstować στα ελληνικά - κέρασμα, μεταχειρίζομαι, αρωγή, βοηθός, βοήθεια, θεραπεύω, επικουρία, ...
- częstość στα ελληνικά - πυκνότητα, συχνότητα, συχνότητας, συχνοτήτων, τη συχνότητα, η συχνότητα
- częściowo στα ελληνικά - μερικώς, κάπως, εν μέρει, μέρει, μερική
- częściowy στα ελληνικά - κομματάκι, θραύσμα, μερικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
Τυχαίες λέξεις
Częsty στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, μπόλικος, συχνάζω, συχνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
Μεταφράσεις: επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, μπόλικος, συχνάζω, συχνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών