Λέξη: χωρητικότητα
Σχετικές λέξεις: χωρητικότητα
χωρητικότητα container, χωρητικότητα οακα, χωρητικότητα ελληνικών γηπέδων, χωρητικότητα καυτατζογλειο, χωρητικότητα dvd, χωρητικότητα πλοίων, χωρητικότητα πυκνωτή, χωρητικότητα μπερναμπεου, χωρητικότητα καναλιού, χωρητικότητα τουμπα
Συνώνυμα: χωρητικότητα
χωρητικότης, δασμός κατά τόννο, ναυτιλία εις τόννους, ικανότητα, ιδιότητα, πνευματική αντίληψη, θέση, αξίωμα
Μεταφράσεις: χωρητικότητα
χωρητικότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capacity, tonnage, capacity of, a capacity, a capacity of
χωρητικότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capacidad, capacidad de, la capacidad, de capacidad, capacidades
χωρητικότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inhalt, rauminhalt, leistung, kapazität, leistungsfähigkeit, volumen, leistungsvermögen, fassungsvermögen, Kapazität, Leistung, Kapazitäts, Kapazitäten
χωρητικότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volume, capacité, tonnage, habilité, jauge, contenance, faculté, aptitude, qualification, capacités, la capacité, capacité de, des capacités
χωρητικότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capacità, capienza, capacità di, la capacità, di capacità
χωρητικότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poder, capacidade, capacidade de, capacidades, a capacidade, da capacidade
χωρητικότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
capaciteit, vermogen, hoedanigheid, bekwaamheid, inhoud
χωρητικότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вместительность, мощность, литраж, нагрузка, должность, объем, звание, производительность, возможность, электроёмкость, электроемкость, вместилище, качество, положение, эффект, способность, емкость, вместимость
χωρητικότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapasitet, kapasiteten, kapasitets
χωρητικότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kapacitet, kapaciteten, förmåga
χωρητικότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veto, kapasiteetti, kapasiteetin, kapasiteettia, valmiuksien, valmiuksia
χωρητικότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapacitet, kapaciteten, evne, egenskab, kapacitet til
χωρητικότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
schopnost, způsobilost, nosnost, kapacita, nadání, kapacity, kapacit, kapacitu
χωρητικότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kompetencja, objętość, natężenie, pojemność, charakter, wydolność, udźwig, przepustowość, właściwość, możność, ładowność, zdolność, kubatura, zdolności, pojemności, moce
χωρητικότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
térfogat, teherbírás, munkaképesség, kapacitás, kapacitása, kapacitást, kapacitásának, kapacitását
χωρητικότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hacim, oylum, kapasite, kapasitesi, kapasiteli, kapasitesinin, kapasitesini
χωρητικότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потужність, компетенція, здібність, навантаження
χωρητικότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kapacitet, Kapaciteti, e kapaciteteve, kapaciteti i, të kapaciteteve
χωρητικότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капацитет, капацитета, на капацитета, на капацитет, мощност
χωρητικότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магутнасць
χωρητικότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maht, ülesannetes, mahutavus, võimsus, võime, suutlikkuse, suutlikkust, võimsuse
χωρητικότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapaciteta, mogućnost, kapacitet, sposobnost, kapaciteti, sposobnosti
χωρητικότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
getu, rúmtak, afkastagetu, afl
χωρητικότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
concepta, facultas
χωρητικότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
talpa, pajėgumai, pajėgumų, pajėgumas, galia
χωρητικότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tilpums, ietilpība, jauda, kapacitāte, spējas
χωρητικότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капацитет, капацитети, капацитетот, капацитетите, капацитет на
χωρητικότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capacitate, capacitatea, capacității, capacitate de, capacitatea de
χωρητικότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmogljivost, kapaciteta, zmogljivosti, sposobnost, prostornina
χωρητικότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kapacita, únosnosť, kapacity, kapacitu