Czuwać στα ελληνικά

Μετάφραση: czuwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρουρά, βλέπω, παρακολουθώ, ρολόι, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
Czuwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czuwający στα ελληνικά - προσεκτικός, άγρυπνος, wakeful, εγρήγορση, που ξυπνάει
  • czuwanie στα ελληνικά - βλέπω, παρακολουθώ, ρολόι, φρουρά, αγρυπνία, Vigil, αγρυπνίας, ...
  • czuć στα ελληνικά - πρόστιμο, νιώθω, αισθάνομαι, ψιλή, βρίσκομαι, μυρωδιά, μυρίζω, ...
  • czułek στα ελληνικά - πλοκάμι, σάλπιγγα, κόρνα, κεραία, νηματίων, Tentacle, πλοκάμων, ...
Τυχαίες λέξεις
Czuwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρουρά, βλέπω, παρακολουθώ, ρολόι, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε