Dźgnięcie στα ελληνικά
Μετάφραση: dźgnięcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώχνω, δουλειά, μπήγω, μαχαιρώνω, ώθηση, μπηχτή, χωμένος, τρύπημα, τρύπημά, το τρύπημα, το τρύπημά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dłużyć στα ελληνικά - σέρνω, παρατείνει τη διάρκεια της, παραταθεί η διάρκεια της, επεκτείνετε το μήκος του, παρατείνει τη διάρκεια, αυξηθεί το χρονικό
- dźgać στα ελληνικά - σπρώχνω, μαχαιρώνω, μπηχτή, μαχαιριά, σταθ, πλήγμα, μαχαίρι, ...
- dźwig στα ελληνικά - εμβολίζω, υψώνω, σηκώνω, γερανός, καβουράκι, ασανσέρ, κριάρι, ...
- dźwigacz στα ελληνικά - ασανσέρ, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
Τυχαίες λέξεις
Dźgnięcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, δουλειά, μπήγω, μαχαιρώνω, ώθηση, μπηχτή, χωμένος, τρύπημα, τρύπημά, το τρύπημα, το τρύπημά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, δουλειά, μπήγω, μαχαιρώνω, ώθηση, μπηχτή, χωμένος, τρύπημα, τρύπημά, το τρύπημα, το τρύπημά