Delektować στα ελληνικά
Μετάφραση: delektować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαμβάνω, χαίρω, απόλαυση, χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυσης, την απόλαυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- delegowanie στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπεία του, αντιπροσωπεία της
- delegować στα ελληνικά - αντιπρόσωπος, απεσταλμένος, εκπρόσωπος, εκπρόσωπο, αντιπρόσωπο
- delfin στα ελληνικά - δελφίνι, Dolphin, δελφινιών, δελφίνια, των δελφινιών
- deliberacja στα ελληνικά - σύσκεψη, συζήτηση, διαβούλευση, διαβούλευσης, σύσκεψης
Τυχαίες λέξεις
Delektować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαμβάνω, χαίρω, απόλαυση, χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυσης, την απόλαυση
Μεταφράσεις: απολαμβάνω, χαίρω, απόλαυση, χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυσης, την απόλαυση