Λέξη: υπεκφεύγω
Σχετικές λέξεις: υπεκφεύγω
υπεκφεύγω ορισμος, υπεκφεύγω λεξικο
Συνώνυμα: υπεκφεύγω
αποφεύγω, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω, διαφεύγω, διεκφεύγω, μετατοπίζω, μεταλλάσσω, μετακινώ, μετακινούμαι, δολιεύομαι, παιδιαρίζω, στρεψοδικώ, ανακατώνω, αναμιγνύω, σύρω τους ποδάς, παραποιώ, αντιφάσκω
Μεταφράσεις: υπεκφεύγω
υπεκφεύγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fudge, prevaricate, quibble, tergiversate, shun, shuffle
υπεκφεύγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sutileza, objeción, queja, problemilla, la sutileza
υπεκφεύγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fondant, pfuschen, meiden, fälschung, ausweichen, fälschen, kleinlich sein, Haarspalterei, Wortklauberei, Quibble, kleinlich
υπεκφεύγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absurde, cochonner, louvoyer, fondant, caramel, tortiller, ergoter, argutie, chicane, bémol, quibble
υπεκφεύγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cavillo, cavillare, quibble, lagnarmi, inconveniente
υπεκφεύγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trocadilho, sofisma, esquivo, queixa, quibble
υπεκφεύγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spitsvondigheid, woordspeling, haarkloven, klacht, minpunt
υπεκφεύγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стряпня, помадка, увиливать, лгать, известия, выдумка, каламбур, придираться, придирка, придраться
υπεκφεύγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uenighet, liten uenighet, quibble
υπεκφεύγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
käbbla, ordlek, käbbla som
υπεκφεύγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakoilla, kopeloida, sormeilla, välttää, kinastella, saivarrella, saivartelun, pikkuseikka, saivartelu
υπεκφεύγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brokker, problem, kværulere, ordkløveri
υπεκφεύγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zfušovat, vykrucovat, kličkovat, nesmysl, slovíčkaření, dohadovat, slovíčkařit, dělat slovní hříčky, slovní hříčka
υπεκφεύγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spartaczyć, nonsens, lawirować, kręcić, spierać się, wybieg, wykręt, drobnym zastrzeżeniem, kalambur
υπεκφεύγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tejkaramella, kibúvó, szójáték, köntörfalazás, szőrszálhasogatásnak
υπεκφεύγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kelime oyunu, bir kelime oyunu, quibble, kaçamaklı cevap
υπεκφεύγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поширюваний, вигадка, переважаючий, переважний, каламбур
υπεκφεύγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bishtnim, lojë me fjalë, stërhollim
υπεκφεύγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
игра на думи, извъртане, шикалкавене, залавям се за дреболии, дребно възражение
υπεκφεύγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каламбур, жарт
υπεκφεύγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puiklema, võltsima, Saivartelu, Saivarrella
υπεκφεύγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gluposti, okolišati, poslastica, izmišljati, dosjetka, izvrdavanje, cjepidlačenje, izvrdavati
υπεκφεύγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
quibble
υπεκφεύγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalambūras, išsisukinėjimas, ginčytis, išsisukinėti
υπεκφεύγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atrunāties, atrunāšanās, kalambūrs, vārdu spēle, izvairīties no atbildes
υπεκφεύγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
каламбур
υπεκφεύγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subterfugiu, echivoc, calambur, echivoc oferită, recurge echivoc
υπεκφεύγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izgovor, Dosjetka
υπεκφεύγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slovíčkaření
Τυχαίες λέξεις