Dobywać στα ελληνικά

Μετάφραση: dobywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκομίζω, παράγω
Dobywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dobudówka στα ελληνικά - προέκταση, επέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
  • dobytek στα ελληνικά - κατοχή, υπάρχοντα, περιουσία, ακίνητο, σπίτι, κτήμα, ιδιοκτησία, ...
  • dobyć στα ελληνικά - τραβώ, επισύρω, ζωγραφίζω, έλκω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, ...
  • dobór στα ελληνικά - σπίρτο, αγώνας, εκλεκτός, επιλογή, ταιριάζω, συνταιριάζω, επιλογής, ...
Τυχαίες λέξεις
Dobywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκομίζω, παράγω