Dochodowy στα ελληνικά

Μετάφραση: dochodowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικερδής, πληρωτέος, αποδοτικός, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα
Dochodowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • docentura στα ελληνικά - το αναγνωστικό κοινό, αναγνωστικό, αναγνωστικό κοινό, αναγνωσιμότητα, αναγνωστικού κοινού
  • dochodowość στα ελληνικά - κερδοφορία, αποδοτικότητας, αποδοτικότητα, κερδοφορίας, την κερδοφορία
  • dochodzenie στα ελληνικά - διερεύνηση, ερώτηση, έρευνα, ανάκριση, εξέταση, έρευνας, της έρευνας, ...
  • dochodzeniowy στα ελληνικά - ερευνών, διερεύνησης, ερευνητικές, ανακριτικές, ερευνητική
Τυχαίες λέξεις
Dochodowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικερδής, πληρωτέος, αποδοτικός, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα