Λέξη: κομπιναδόρος

Συνώνυμα: κομπιναδόρος

κομπινάδορος, χρηματιστής, μεροκαματιάρης, χονδρικός πωλητής, εργάτης με το κομμάτι, μεσίτης

Μεταφράσεις: κομπιναδόρος

κομπιναδόρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trickster, jobber, spiv

κομπιναδόρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estafador, corredor, intermediario, jobber, maquilador, de mayorista

κομπιναδόρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gauner, Jobber, Gelegenheitsarbeiter

κομπιναδόρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trompeur, fraudeur, imposteur, charlatan, filou, escroc, tricheur, truqueur, aigrefin, ouvrier à la tâche, jobber, grossiste, façonnier, tâcheron

κομπιναδόρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
noleggiatore, cottimista, Jobber, grossista, del grossista

κομπιναδόρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empreiteiro, intermediário, jobber, jornaleiro, corretor

κομπιναδόρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stalhouder, jobber, loonbewerker, graag gedomineerd, hoekman

κομπιναδόρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
блатной, мошенник, обманщик, афера, фокусник, плут, надувала, жулик, ловкач, спекулянт, оптовик, джобберских, джобберская

κομπιναδόρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Jobber

κομπιναδόρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jobber, Förlorare, börsmäklare, beställningsverk

κομπιναδόρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilveilijä, jobber

κομπιναδόρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jobber, Mellemhandleren, mellemhandler

κομπιναδόρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podvodník, dohazovač, JOBBER

κομπιναδόρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
macher, naciągacz, oszust, mistyfikator, jobber, uległy

κομπιναδόρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tőzsdeügynök, Jobber, szakmányos

κομπιναδόρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
borsa simsarı, jobber, geçici işçi, toptancı, simsarı

κομπιναδόρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шахрай, спекулянт

κομπιναδόρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punëtor me copë, shpërdorues posti

κομπιναδόρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулант, търговец на едро, комисионер, борсов посредник, работник на акорд

κομπιναδόρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спекулянт, спэкулянт

κομπιναδόρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sahkerdaja, vahekaupmees, tükitöötegija, hulgimaakler, juhutöötaja

κομπιναδόρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radnik, špekulant, preprodavač, trgovac naveliko

κομπιναδόρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jobber

κομπιναδόρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
makleris, jobber, Nesąžiningos delecija, Biržos makleris

κομπιναδόρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spekulants, jobber, gadījuma darbu strādnieks, mākleris

κομπιναδόρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спекулант

κομπιναδόρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
escroc, misit, jobber, speculant, muncitor în acord, negustor ca amănuntul

κομπιναδόρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
JOBBER

κομπιναδόρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podvodník, dohadzovač, dohazovač
Τυχαίες λέξεις