Λέξη: διεκπεραίωση
Σχετικές λέξεις: διεκπεραίωση
διεκπεραίωση συντάξεων τεαδυ 2014, διεκπεραίωση συντάξεων μτπυ, διεκπεραίωση συντάξεων, διεκπεραίωση τεαδυ, διεκπεραίωση συντάξεων ετεα, διεκπεραίωση σημασια, διεκπεραίωση δεη, διεκπεραίωση συνώνυμο, διεκπεραίωση λεξικο, διεκπεραίωση εργασιών
Μεταφράσεις: διεκπεραίωση
διεκπεραίωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
transaction, handling, processing, completion, dealing, carry
διεκπεραίωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
transacción, manejo, manipulación, el manejo, la manipulación, manejo de
διεκπεραίωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
transaktion, erledigung, abwicklung, geschäft, tätigung, durchführung, Handhabung, Behandlung, Umgang, Handling, Handhabungs
διεκπεραίωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transaction, manipulation, traitement, manutention, la manipulation, la manutention
διεκπεραίωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
transazione, trattamento, manipolazione, maneggio, gestione, movimentazione
διεκπεραίωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manipulação, manuseio, manejo, tratamento, manuseamento
διεκπεραίωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
transactie, behandeling, omgang, hanteren, handling, afhandeling
διεκπεραίωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соглашение, запрос, сделка, операция, дело, трансакция, обработка, обращение, обработки, управление, обработку
διεκπεραίωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndtering, håndteringen, behandling, håndtering av
διεκπεραίωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hantering, hanteringen, hanterings, hantera
διεκπεραίωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tilitapahtuma, toimi, liiketoimi, käsittely, käsittelyä, käsittelyn, käsittelyyn, käsittelystä
διεκπεραίωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndtering, behandling, håndteringen, behandlingen, handling
διεκπεραίωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohoda, transakce, zacházení, manipulace, manipulaci, manipulační, manipulace s
διεκπεραίωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
transakcja, obsługa, manipulacja, obsługi, obchodzenie, obchodzenie się
διεκπεραίωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tranzakció, megkötés, kezelés, kezelése, kezelési, kezelését, kezelésre
διεκπεραίωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kullanma, işleme, taşıma, kullanım, kullanımı
διεκπεραίωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
операція, угода, справа, справу, діло, протоколи, обробка, Оброблення, обробки, знищення, готових
διεκπεραίωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trajtim, trajtimin, trajtimi, trajtimin e, trajtimit
διεκπεραίωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сделка, боравене, манипулация, манипулиране, обработка, обработката
διεκπεραίωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апрацоўка, апрацо ¢ ка, апрацоўкі, апрацо
διεκπεραίωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tehing, kanne, käsitsemine, käitlemise, käitlemine, käsitsemise, käitlemist
διεκπεραίωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
promjena, stavka, ugovaranje, rukovanje, rukovanja, postupanje, za rukovanje, upravljivost
διεκπεραίωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðhöndlun, meðferð, meðhöndla, umsjón
διεκπεραίωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvarkymas, tvarkymo, Naudojimas, krova, valdymas
διεκπεραίωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apstrāde, apiešanās, apstrādi, apstrādes, izkraušanas tehnika
διεκπεραίωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ракување, ракување со, ракувањето, постапување, справување
διεκπεραίωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tranzacţie, manipulare, manipularea, de manipulare, manevrare, manevrarea
διεκπεραίωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ravnanje, rokovanje, ravnanje z, Industrijska, ravnanja
διεκπεραίωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
transakcia, zaobchádzanie, zaobchádzania, zaobchádzaní, zaobchádzaniu, prístup
Στατιστικά δημοτικότητας: διεκπεραίωση
Τυχαίες λέξεις