Dochodzenie στα ελληνικά

Μετάφραση: dochodzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διερεύνηση, ερώτηση, έρευνα, ανάκριση, εξέταση, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης
Dochodzenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dochodowość στα ελληνικά - κερδοφορία, αποδοτικότητας, αποδοτικότητα, κερδοφορίας, την κερδοφορία
  • dochodowy στα ελληνικά - επικερδής, πληρωτέος, αποδοτικός, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα
  • dochodzeniowy στα ελληνικά - ερευνών, διερεύνησης, ερευνητικές, ανακριτικές, ερευνητική
  • dochodzić στα ελληνικά - υποστηρίζω, απεργία, έρχομαι, φτάνω, διεκδικώ, χτυπώ, αξίωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Dochodzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διερεύνηση, ερώτηση, έρευνα, ανάκριση, εξέταση, έρευνας, της έρευνας, διερεύνησης