Λέξη: προμηθευτής

Σχετικές λέξεις: προμηθευτής

προμηθευτής η γιαγια, προμηθευτής-αν τύχει και χαθώ, προμηθευτής μεταφραση, προμηθευτής γυάλινων μπουκαλιών, προμηθευτήσ english, προμηθευτής donuts, προμηθευτής τελευταίου καταφυγίου, προμηθευτήσ ηλεκτρικήσ ενέργειασ, προμηθευτήσ καθολικήσ υπηρεσίασ, προμηθευτής ορισμός

Συνώνυμα: προμηθευτής

τροφοδότης, εστιάτορας, προμηθευτής τροφίμων, μαστροπός, σωματέμπορας, χορηγός, αποστολέας

Μεταφράσεις: προμηθευτής

προμηθευτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
supplier, provider, supplier of, a supplier, supplier is

προμηθευτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proveedor, abastecedor, con proveedor, proveedor de, proveedores, distribuidor

προμηθευτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anbieter, zulieferfirma, ausrüster, kreditor, lieferant, Lieferant, Zulieferer, Lieferanten, Anbieter

προμηθευτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
supplication, pourvoyeur, fournisseur, approvisionneur, livreur, le fournisseur, avec le fournisseur, fournisseurs, fournisseur La

προμηθευτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fornitore, il fornitore, fornitori, fornitore di, dei fornitori

προμηθευτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fornecedor, com fornecedor, fornecedores, fornecedor de, de fornecedores

προμηθευτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leverancier, met leverancier, leveranciers, van leveranciers, leverancier van

προμηθευτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снабженец, поставщик, заготовитель, поставщиком, с поставщиком, поставщика, поставщиков

προμηθευτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leverandør, leverandøren, leverandører, leverandør av

προμηθευτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
leverantör, leverantören, leverantörer, leverantör för

προμηθευτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimittaja, tavarantoimittaja, toimittajan, toimittajan kanssa, toimittajalista

προμηθευτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
leverandør, leverandøren, leverandører, leverandørens, leverandør af

προμηθευτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zásobitel, zásobovatel, dodavatel, s dodavately, dodavately, se s dodavately, dodavatelů

προμηθευτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oferent, zasilacz, dostawca, producent, dostawcą, dostawców, dostawcami, dostawcy

προμηθευτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellátó, szállító, szállítóval, a szállítóval, teremteni a szállítóval, beszállítója

προμηθευτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
satıcı, tedarikçisi, edenle, geç Şirket ile, tedarikçilerinin

προμηθευτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постачальник, постачальника

προμηθευτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furnizuesi, furnizuesit, furnizues, furnizues i, nga furnizuesit

προμηθευτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доставчика, доставчик, с доставчика, се с доставчика

προμηθευτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастаўшчык, пастаўцы, пастаўшчыком

προμηθευτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varustaja, tarnija, pakkujate, pakkuja, tarnijale, tarnijalt

προμηθευτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobavljač, isporučitelj, opskrbljivač, dobavljača, supplier

προμηθευτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
birgir, birgi, birgja, birgis

προμηθευτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiekėjas, Tiekėjo, tiekėjų, tiekėjas įtrauktas, tiekėjas tiekiantis

προμηθευτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piegādātājs, piegādātāju, piegādātājam, Piegādātāja

προμηθευτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
снабдувачот, снабдувач, добавувачот, добавувач, доставувачот

προμηθευτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furnizor, furnizorul, legatura cu furnizorul, legatura cu furnizorul A, cu furnizorul

προμηθευτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobavitelj, dobavitelja, dobaviteljev, ponudnik, ponujivač

προμηθευτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dodávateľ, dodávateľa, dodávateľom
Τυχαίες λέξεις